- πιστεύομαι
- πιστεύωtrustpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… … Dictionary of Greek
верую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. πιστεύω) признаю за истинное, имею уверенность,… … Словарь церковнославянского языка
μπιστεύω — 1. (ενεργ. και μέσ.) εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μπιστεμένος, η, ο έμπιστος, πιστός, μπιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ πιστεύομαι] … Dictionary of Greek
φιλοπιστεύομαι — Α εμπιστεύομαι έναν φίλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πιστεύομαι «εμπιστεύομαι»] … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՏԱՐԻՄ — (րմի, մաց.) NBH 2 0077 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c ա. πιστός fidelis, fidus. Մտերիմ ʼի հաւատս առաջի աստուծոյ, կամ մարդկան. արժանահաւատ. իրաւամբք եւ յապահովի հաւատալի. հաւաստի. վստահելի. ընդունելի. եբր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)